πολύνοιαν

πολύνοιαν
πολύνοια
thoughtfulness
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολύνοια — ἡ, ΜΑ [πολύνους] πολλή σκέψη, σοβαρή σκέψη και αποφυγή τής πολυλογίας (α. «καλλιρρημοσύνην και πολύνοιαν», Ιωάνν. Δαμ. β. «τήν δὲ πολύνοιαν μάλλον ή πολυλογίαν ασκούσαν», Πλάτ.) μσν. η απασχόληση τού νου με πολλά, η διάσπαση τής προσοχής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”